Πιλοτική μελέτη αξιολόγησης της αυχενικής διαφάνειας και της ανατομίας του εμβρύου στο 1ο τρίμηνο της κύησης με τη χρήση της 2D και 3D υπερηχογραφίας
Σκοπός: Η αξιολόγηση της τρισδιάστατης υπερηχογραφίας ως εναλλακτική μέθοδος για τον έλεγχο της ανατομίας του εμβρύου και τον προσδιορισμό της αυχενικής διαφάνειας στο 1ο τρίμηνο της κύησης σε επίτοκες χαμηλού κινδύνου.
Μέθοδος: Προοπτική μελέτη 199 επιτόκων που υποβάλλονται στο υπερηχογράφημα 1ου τριμήνου. Στις επίτοκες αυτές η αυχενική διαφάνεια και η ανατομία του εμβρύου αξιολογείται πέραν της δυσδιάστατης υπερηχογραφίας και με τη χρήση τρισδιάστατης υπερηχογραφίας μετά το πέρας της συμβατικής εξέτασης με 3-D όγκους (volumes) που έχουν ληφθεί.
Αποτελέσματα: Σε κάποιες από τις παραμέτρους η 3-D μέθοδος πλησιάζει τη συμβατική. Τέτοιες είναι ο προσδιορισμός του μήκους CRL του εμβρύου, της κεφαλής-εγκεφάλου του εμβρύου (93,5%), της σπονδυλικής στήλης (85,4%), των άνω (88,4%) και κάτω άκρων (87,9%) και του κλειστού κοιλιακού τοιχώματος (98,5%). Κάποιες από τις ανατομικές παραμέτρους έδωσαν ποσοστά με διαφορά στατιστικά σημαντική μεταξύ των δύο μεθόδων. Το ρινικό οστό αναγνωρίστηκε στο 62,1%, ο στόμαχος στο 85,9% ενώ η ουροδόχος κύστης στο 57,3% των περιπτώσεων. Η αυχενική διαφάνεια προσδιορίστηκε με ακρίβεια στις μισές από τις περιπτώσεις συγκριτικά με τις μετρήσεις ελέγχου (2-D).
Αποτελέσματα: Σε κάποιες από τις παραμέτρους η 3-D μέθοδος πλησιάζει τη συμβατική. Τέτοιες είναι ο προσδιορισμός του μήκους CRL του εμβρύου, της κεφαλής-εγκεφάλου του εμβρύου (93,5%), της σπονδυλικής στήλης (85,4%), των άνω (88,4%) και κάτω άκρων (87,9%) και του κλειστού κοιλιακού τοιχώματος (98,5%). Κάποιες από τις ανατομικές παραμέτρους έδωσαν ποσοστά με διαφορά στατιστικά σημαντική μεταξύ των δύο μεθόδων. Το ρινικό οστό αναγνωρίστηκε στο 62,1%, ο στόμαχος στο 85,9% ενώ η ουροδόχος κύστης στο 57,3% των περιπτώσεων. Η αυχενική διαφάνεια προσδιορίστηκε με ακρίβεια στις μισές από τις περιπτώσεις συγκριτικά με τις μετρήσεις ελέγχου (2-D).
Συμπεράσματα: Η εξέταση τρισδιάστατων εικόνων από μόνη της, δεν επαρκεί για τη λεπτομερή εξέταση του εμβρύου στο 1ο τρίμηνο της κύησης. Εντούτοις η μέθοδος μπορεί να υποβληθεί σε τροποποιήσεις που θα βελτιώσουν τα αποτελέσματα και είναι δυνατό να την καθιερώσουν ως μέθοδο διάγνωσης στο μέλλον.
Recent Posts